στόμα

στόμα
στόμα (στόμα, -ατος, -α voc., acc.; στόματα), -άτων.)
1 mouth

ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.36

ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ

ἀθανάτου στόματος P. 4.11

κωφὸς ἀνήρ τις ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87

βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ N. 10.19

Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29

τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν (? the mouth of the Aiakidai) I. 5.43

καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροσιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.47

πεδὰ στόμα φλέγει fr. 26.

πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16

πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. met., “πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμαP. 4.44 ἐπ' Ἀξείνου στόμα i. e. the Bosporus P. 4.203

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στόμα — mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • στόμα — το 1. άνοιγμα στο κεφάλι των ζώων και του ανθρώπου, απ΄ όπου εισάγονται οι τροφές: Άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω το φάρμακο. 2. ομιλία, τρόπος ομιλίας: Έχει άσκημο στόμα. 3. φρ., «Κλείσε το στόμα σου», πάψε να μιλάς. 4. στόμιο, άνοιγμα: Στόμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. — ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. См. От избытка сердца глаголют уста …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσι — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσιν — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτοιν — στόμα mouth neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτων — στόμα mouth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμα — στόμα mouth neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύματα — στόμα mouth neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc pl στύ̱ματα , στῦμα priapism neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”